- ανάκριση
- Συλλογή των αναγκαίων αποδεικτικών στοιχείων, με σκοπό να βεβαιωθεί αν έγινε ένα έγκλημα και να αποφασιστεί αν ένα άτομο πρέπει να προσαχθεί σε δίκη.
Στην όλη διάπλαση του θεσμού της α. συναντάται από το ένα μέρος η φροντίδα αποτελεσματικής δίωξης του εγκλήματος και από το άλλο η θέληση αποφυγής άσκοπων και άδικων καταπατήσεων της προσωπικής ελευθερίας και ασφάλειας (ατομικά δικαιώματα). Με την α. επιδιώκεται η βεβαίωση είτε της ενοχής είτε της αθωότητας του κατηγορουμένου και γι’ αυτό οι ανακριτικές πράξεις και ενέργειες περιλαμβάνουν τη συλλογή κάθε στοιχείου που μπορεί να υποβοηθήσει αυτή την αποστολή του ανακριτικού έργου (πληροφορίες όχι μόνο για τη συγκεκριμένη πράξη του εγκλήματος, αλλά και για την προσωπικότητα και το περιβάλλον του κατηγορουμένου). Άλλωστε, η ποινική δίωξη αρχίζει γενικά με την παραγγελία για α. από μέρους του εισαγγελέα, και για την ασφάλεια των ανακριτικών πράξεων η α. γίνεται πάντοτε εγγράφως.
H α. διακρίνεται σε δύο στάδια: προανάκριση και κύρια α.· την πρώτη διενεργεί οποιοσδήποτε ανακριτικός υπάλληλος, ύστερα από παραγγελία του εισαγγελέα (εκτός αν υπάρχει κίνδυνος εξαιτίας της αναβολής ή πρόκειται για αυτόφωρο κακούργημα ή πλημμέλημα, οπότε ενεργείται προανάκριση και χωρίς παραγγελία, ειδοποιείται όμως ταυτόχρονα ο εισαγγελέας). Η προανάκριση δεν είναι αναγκαία όταν πρόκειται για πταίσματα ή πλημμελήματα που ανήκουν στο μονομελές πλημμελειοδικείο ή και πλημμελήματα για τα οποία έχει ενεργηθεί προκαταρκτική εξέταση (κατά παραγγελία του εισαγγελέα, για να κρίνει αν συντρέχει περίπτωση ποινικής δίωξης).
Κατά την κύρια α., την οποία ενεργεί πάντοτε ανακριτής (τακτικός δικαστής, o oποίος σε ορισμένες περιπτώσεις ενεργεί και προανάκριση), ενεργούνται οι αναγκαίες ανακριτικές πράξεις για την εξακρίβωση του εγκλήματος και των υπαιτίων· στις πράξεις αυτές συγκαταλέγονται η επιτόπια μετάβαση του ανακριτή και εκτός έδρας, διάφορες έρευνες, ιδιαίτερα κατ’ οίκον ή σωματικές, η κατάσχεση τίτλων, αξιών ή εγγράφων κατατεθειμένων σε τράπεζες ή ιδρύματα και, τέλος, η απολογία του κατηγορουμένου. Ισχύει ειδικότερα η αρχή ότι η κύρια α. δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει τελειώσει, αν δεν απολογηθεί ο κατηγορούμενος (εκτός αν έχει κληθεί σε απολογία και δεν προσέρχεται).
Την υπέρτατη διεύθυνση του ανακριτικού έργου έχει ο εισαγγελέας εφετών σε συνεργασία με: α) τους γενικούς ανακριτικούς υπαλλήλους (πταισματοδίκες, ειρηνοδίκες, αστυνομικούς από τον βαθμό του αρχιφύλακα και πάνω), οι οποίοι ενεργούν την προκαταρκτική εξέταση και την προανάκριση· β) τους ειδικούς ανακριτικούς υπάλληλους, που προβλέπονται από ειδικούς νόμους και ενεργούν πάντοτε υπό τη διεύθυνση και την εποπτεία του εισαγγελέα πλημμελειοδικών.
Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι o ανακριτής που διενεργεί την κύρια α. δεν είναι υποχρεωμένος να συμμορφωθεί προς την παραγγελία του εισαγγελέα·σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ ανακριτή και εισαγγελέα αποφαίνεται το δικαστικό συμβούλιο.
* * *η (Α ἀνάκρισις)εξέταση κάποιου με υποβολή ερωτήσεων για να ανακαλυφθεί ή να εξακριβωθεί η αλήθειααρχ.1. εξέταση, έρευνα για την εύρεση τής αλήθειας2. (ως πολιτικός όρος): α) εξέταση τών αρχόντων για να διαπιστωθεί η ικανότητα ή καταλληλότητά τουςβ) η εξέταση τών σχετιζόμενων με εκδικαζομένη υπόθεση προσώπων από τους άρχοντες για τη συλλογή στοιχείων για τη δίκη3. λογομαχία, διαπληκτισμός, φιλονικία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνακρίνω.ΠΑΡ. νεοελλ. ανακριτικός].
Dictionary of Greek. 2013.